Αρχική Συζητήσεις Δημόσια Διαβούλευση ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΙ (6) ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 11. 3. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ (ΞΥΛΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΞΥΛΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ)

  • Αυτό το θέμα είναι κενό.
Επισκόπηση 0 απαντητικών νημάτων
  • Συντάκτης
    Δημοσιεύσεις
    • #709
      grpfc
      Keymaster

      Η οικονομική και κοινωνική χρησιμότητα των δασικών πόρων στις εθνικές οικονομίες, καθώς και στους ανθρώπους, που εξαρτώνται από τα δάση, είναι αδιαμφισβήτητη. Είναι επίσης κατανοητό, ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επιδρούν στη ζήτηση της αγοράς. Ο στόχος της διατήρησης μιας επαρκούς, σε σχέση με τη ζήτηση, προσφοράς δασικών προϊόντων (ξυλωδών και μη ξυλωδών προϊόντων) και υπηρεσιών (προστασία του εδάφους, νερό, ρύθμιση του παγκόσμιου κύκλου άνθρακα, γενετικοί πόροι, βιοποικιλότητα, αναψυχή, κυνήγι, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.), διασφαλίζει ότι η παραγωγή και η εκμετάλλευση, σε επίπεδο ζήτησης και προσφοράς, παραμένουν αειφορικές. Αυτό σημαίνει ότι, δεν θέτουν σε κίνδυνο τις επιλογές διαχείρισης για τις μελλοντικές γενιές να απολαμβάνουν και αυτές τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές λειτουργίες.

      3.1 ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ/ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΑΡΠΩΣΕΙΣ

      3.1.1 Η διασφάλιση της παραγωγικής λειτουργίας των δασών, αποτελεί σε εθνικό επίπεδο, ένα κοινωνικο-οικονομικό καθήκον. Η εγχώρια αειφορική παραγωγή ξυλείας εγγυάται την παροχή οικολογικά πολύτιμων πρώτων υλών ξύλου και την προώθησή τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό εμπόριο. Στόχος είναι, μέσω ενός επαρκούς εισόδηματος από το δάσος και μεγαλύτερης συμβολής του στο ΑΕΠ, να καταστεί δυνατή, μέσο- μακροπρόθεσμα, μια ολοκληρωμένη αειφορική διαχείριση των δασών, ώστε να διατηρείται και όπου είναι δυνατόν να βελτιώνεται, το παραγωγικό δυναμικό και η ποιοτική και ποσοτική αύξηση του ξυλαποθέματος.

      3.1.2 Το ύψος των σχεδιαζόμενων καρπώσεων (λήμμα, σε όρους ξύλου ή και άλλων ανανεώσιμων πόρων) πρέπει να λαμβάνει υπόψη το παραγωγικό δυναμικό και την τρέχουσα απόδοση του δάσους και να στοχεύει στην αποκατάσταση μιας διαρκούς ισορροπίας (σταθερότητας), τόσο όσον αφορά στην παραγωγή και απόδοση τους δάσους, όσο και σε βασικές μεταβλητές του οικοσυστήματος, όπως είναι η έκταση, το ύψος και η σύνθεση του ξυλαποθέματος και η παραγωγική ικανότητα του δάσους. Σε περιπτώσεις αποκλίσεων μεταξύ πραγματικής και επιδιωκόμενης κατάστασης, θα πρέπει να προσδιορίζεται ο χρονικός ορίζοντας, στον οποίο δύναται να επιτευχθεί η κανονικότητα λαμβάνοντας υπόψη:

      • τη συγκρότηση του δάσους
      • τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην εν γένει οργάνωση της παραγωγής του δάσους, τις ανάγκες και την εν γένει ζήτηση της αγοράς δασικών προϊόντων και υπηρεσιών και
      • τις ανάγκες διατήρησης και προστασίας της βιοποικιλότητας και γενικά των φυσικών αξιών.

      Κάθε σύστημα διαχείρισης (μέθοδος), το οποίο θα ρυθμίζει την κατά χώρο και χρόνο τάξη και τις μελλοντικές καρπώσεις του δάσους, πρέπει να στηρίζεται στη θεωρία του κανονικού δάσους και να ικανοποιεί αειφορικές απόψεις.
      Όσον αφορά τη ρύθμιση των καρπώσεων ή καλύτερα τον τρόπο υλοποίησης ελέγχου της αειφορίας στην πράξη, συστήνεται ο δασοδιαχειρστής να προβαίνει στον υπολογισμό του λήμματος με περισσότερες από μία αειφορικές μεθόδους, οι οποίες θα βασίζονται στον όγκο (απαγωγικές μέθοδοι).

      ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
      Τα βοηθητικά πρότυπα διευκολύνουν στην απογραφή και στο σχεδιασμό της διαχείρισης των δασών, καθώς επίσης και στη διατύπωση δεικτών για τον έλεγχο της αειφορίας. Ειδικότερα, για την εκτίμηση των κανονικών μεγεθών (ξυλαπόθεμα, παραγωγικό δυναμικό, κανονική προσαύξηση κλπ), τα βοηθητικά αυτά πρότυπα αποτελούν τα κριτήρια ή/και τις βάσεις των οποίων αξιολογούνται οι πραγματικές καταστάσεις στα δάση.
      Τα πρότυπα αυτά διακρίνονται σε τρεις βασικές ομάδες:
      • στα Βιομετρικά πρότυπα :Αφορούν/περιγράφουν τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ διαφόρων μεταβλητών/χαρακτηριστικών μεγεθών δένδρων ή συστάδων σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Στα πρότυπα αυτά συγκαταλέγονται: οι εξισώσεις όγκου δένδρων – πάχους φλοιού, μορφής κορμού, κατηγοριών προϊόντων, ύψους και προσαύξησης διαμέτρου των δένδρων,
      • στα Δασοαποδοτικά πρότυπα : Περιγράφουν τη δυναμική του δάσους και χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόβλεψη της μελλοντικής πορείας και εξέλιξης, όσο και για την εκτίμηση της ικανότητας απόδοσης και της παραγωγικότητας των συστάδων ενός δάσους. Συχνά χρησιμοποιούνται και για εκτιμήσεις της τρέχουσας κατάστασης των συστάδων. Στα πρότυπα αυτά, συμπεριλαμβάνονται τα συστήματα σταθμοδεικτικών καμπυλών, οι πίνακες παραγωγής και τα πρότυπα κηπευτών συστάδων.
      • σε Κλείδες Αξιολόγησης των εκτός ξυλοπαραγωγής δασικών λειτουργιών. Μεγάλο μέρος των λειτουργιών αυτών, όπως το δυναμικό διήθησης του δάσους, το δυναμικό διατήρησης πληθυσμών μεγάλων θηλαστικών και άλλων σημαντικών ομάδων πανίδας, το δυναμικό αισθητικής και η ικανότητα προσφοράς υπηρεσιών δασικής αναψυχής γενικότερα, το δυναμικό κινδύνου διάβρωσης των δασικών εδαφών και η ικανότητα αντίστασης των δασικών σχηματισμών απέναντι στον κίνδυνο αυτό και το δυναμικό κινδύνου πυρκαγιάς όπως και η ικανότητα αντίστασης των δασικών σχηματισμών απέναντι στον κίνδυνο αυτό, κυριαρχούνται από ποιοτικά γνωρίσματα με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η λήψη αποφάσεων διαχείρισης των δασών. Για το λόγο αυτό, η διακήρυξη του Ελσίνκι (1993) προέβλεψε την ανάγκη εφαρμογής μεθόδων “κόστους-ωφέλειας ανάλυσης” (cost benefit analysis) στο χώρο του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση των δασών, οι οποίες προϋποθέτουν ποσοτικές κατά το δυνατόν προσεγγίσεις για το σύνολο των δασικών λειτουργιών. Oι κλείδες αυτές δίνουν τη δυνατότητα μετατροπής ποιοτικών χαρακτηρισμών και αξιολογήσεων, όπως α) πολύ καλή, β) καλή, γ) μέτρια και δ) κακή κατάσταση, ενός παράγοντα (πχ. Αισθητική τοπίου) σε αριθμητικά δεδομένα μιας κατάλληλης για το σκοπό αυτό κλίμακας διαστημάτων, όπως π.χ.: 4: Πολύ καλή κατάσταση ή πολύ υψηλή θετική επίδραση, 3: Καλή κατάσταση, 2: Μέτρια κατάσταση, 1: Κακή κατάσταση ή πολύ χαμηλή επίδραση.

      3.2 ΜΗ ΞΥΛΩΔΗ ΔΑΣΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
      Τα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα, όπως ο φελλός, τα μανιτάρια, τα κουκουνάρια, τα βελανίδια, οι ρητίνες, τα φαρμακευτικά φυτά και τα άγρια χόρτα, είναι προϊόντα βιολογικής προέλευσης, που δεν αφορούν στο ίδιο το ξύλο και τα οποία προέρχονται από δάση, άλλες δασικές εκτάσεις ή δέντρα εκτός δασών. Μπορούν να προέρχονται από τα ίδια τα δέντρα, αλλά επίσης και από φυτά του υπορόφου, μύκητες ή και να είναι ζωϊκής προέλευσης.

      3.2.1 Παραδοσιακές χρήσεις προϊόντων, που δεν εμπεριέχουν το ξύλο, θα πρέπει να περιορίζονται σε οικολογικά αποδεκτό επίπεδο. Προς ελαχιστοποίηση του φαινομένου της υπερκάρπωσης αυτών των μη ξυλωδών προϊόντων και της καταστροφικής εκρίζωσης διαφόρων αρωματικών – μελισσοτροφικών φυτών και φαρμακευτικών βοτάνων, επιτρέπεται η βιώσιμη συλλογή από του περιηγητές στο δάσος, αυστηρά και μόνο για προσωπική χρήση. Ως βιώσιμη συλλογή, ορίζεται αυτή η συλλογή, που ρυθμίζεται μέσω των Δασικών Απαγορευτικών Διατάξεων υπερκάρπωσης των παραπάνω προϊόντων της εκάστοτε κατά τόπους Διεύθυνσης Δασών και των αντίστοιχων Δασαρχείων.

      3.2.2 Η παραγωγή ρητίνης σήμερα στη χώρα μας, προέρχεται εξ ολοκλήρου από τη χαλέπιο πεύκη, ενώ δύνανται να ρητινεύονται και δάση τραχείας πεύκης. Ρητινοφόρους αγωγούς διαθέτουν εκτός από τα τα πεύκα, η ερυθρελάτη και διάφορα ξενικά είδη, όπως η ψευδοτσούγκα και η λάρικα. Η διαδικασία διαχείρισης των ρητινευόμενων δασών, είναι ανάλογη αυτής των δασών παραγωγής ξύλου, τόσο όσον αφορά τα βήματα σχεδιασμού, όσο και τα μέσα και τον τρόπο λήψης μακροπρόθεσμων αποφάσεων. Οι διαφορές αφορούν την εξειδίκευση των στόχων και μέτρων διαχείρισης, καθώς και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα παραγωγής. Η ρητινοκαλλιέργεια δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση του δάσους και των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών του.

      Για τον έλεγχο αειφορίας, την εξέταση εναλλακτικών χειρισμών και την πρόβλεψη της μελλοντικής παραγωγής ρητίνης κάτω από συνθήκες αειφορίας, εφαρμόζεται και εδώ ανάλογη τεχνική ανάλυσης, όπως αυτή για τα δάση ξυλοπαραγωγής, που περιλαμβάνει:
      1. Διάκριση συσταδικών τύπων ρητινευόμενων συστάδων ανάλογα με το δασοπονικό είδος, τη δομή, την ποιότητα τόπου και την εφαρμοζόμενη τεχνική ρητίνευσης.
      2. Προσδιορισμός του παραγωγικού δυναμικού και του κανονικού/επιδιωκόμενου ξυλαποθέματος που πρέπει να έχουν στο σύνολό τους οι συστάδες κάθε συσταδικού τύπου. Για την εκτίμηση των δύο αυτών μεγεθών χρησιμοποιούνται και εδώ τα στοιχεία των πινάκων παραγωγής για την εκτίμηση της πορείας εξέλιξης του αριθμού κορμών και ξυλαποθέματος, συναρτήσει της ηλικίας και της ποιότητας τόπου ή τα δασοαποδοτικά πρότυπα των κηπευτών συστάδων, όταν πρόκειται για κηπευτές ή έντονα ακανόνιστες συστάδες.
      3. Διακρίνονται διαχειριστικές κλάσεις ρητινευόμενου δάσους με κριτήριο το συνδυασμό ή μη της ρητίνευσης με άλλες χρήσεις (ξύλο, βόσκηση κλπ), όπως διαχειριστικές κλάσεις αμιγώς ρητινευόμενων συστάδων, διαχειριστικές κλάσεις συνδυασμένης παραγωγής ρητίνης, ξύλου και αναψυχής, διαχειριστικές κλάσεις συνδυασμένης παραγωγής ρητίνης, ξύλου και βόσκησης κλπ.
      4. Σε κάθε διαχειριστική κλάση δημιουργούνται πίνακες συγκριτικής κατανομής της πραγματικής με την κανονική κατανομή της έκτασης κατά κλάσεις ηλικίας και κλάσεις βαθμίδων διαμέτρου και εξετάζονται οι δυνατότητες οργάνωσης της παραγωγής πάνω σε αειφορικές βάσεις. Οι μακροπρόθεσμες αποφάσεις λαμβάνονται και εδώ μετά από κατάλληλη προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες των ρητινευόμενων δασών.

      3.2.3 Η συλλογή από μόνιμους κατοίκους για την κάλυψη των ατομικών τους αναγκών καθώς και η εμπορευματοποίηση των μη ξυλωδών προϊόντων, μπορεί να πραγματοποιείται σύμφωνα με το πνέυμα της αειφορίας, τις διατάξεις περί διατήρησης της φύσης και σύμφωνα με την κείμενη εθνική (μέσω Δασικών Αστυνομικών Διατάξεων (ΔΑΔ) υλοτομίας δασικών προϊόντων, πίνακα υλοτομίας ή με διενέργεια δημοπρασίας και με βάση τις τιμές του Πίνακα Διατίμησης Δασικών Προϊόντων) και ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη διάθεση, αγορά και περαιτέρω διανομή μη ξυλωδών προϊόντων.

      3.3 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
      Οι λειτουργίες ενός οικοσυστήματος μπορούν να οριστούν ως η ικανότητα ή/και η δυνατότητα παροχής οικοσυστημικών υπηρεσιών. Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες με τη σειρά τους, προέρχονται από τις λειτουργίες του οικοσυστήματος και αντιπροσωπεύουν την υφιστάμενη ροή υπηρεσιών για τις οποίες υπάρχει ζήτηση. Για τους σκοπούς αυτού του εννοιολογικού πλαισίου, οι οικοσυστημικές υπηρεσίες συμπεριλαμβάνουν επίσης και τα αγαθά που προέρχονται από τα οικοσυστήματα.

      Τα δάση, αποτελούσαν και αποτελούν πηγή άμεσων εσόδων από τη ξυλεία και τα άλλα παραγόμενα προϊόντα τους (καρπούς, θηράματα, ρητίνες, φελλό κ.λπ.). Παρέχουν φιλοξενία του μεγαλύτερου και σημαντικότερου μέρους της βιοποικιλότητας παγκοσμίως και προσφέρουν σημαντικά οφέλη στην κοινωνία και την οικονομία μέσω της παροχής οικοσυστημικών υπηρεσιών. Παραδείγματα τέτοιων υπηρεσιών είναι, η αντιδιαβρωτική λειτουργία και η βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών, η υδρονομική λειτουργία, η αισθητική του τοπίου και η αναψυχή. Ρυθμίζουν το κλίμα σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, λειτουργούν ως αποθήκες άνθρακα, προστατεύουν από φυσικές καταστροφές, παρέχουν σωρεία από παραδοσιακά φάρμακα που προέρχονται από δέντρα ή ξυλώδη φυτά. Στηρίζουν επίσης την αναψυχή, τον τουρισμό και την εκπαίδευση.

      3.3.1 Οι προσφερόμενες δασικές εμπορεύσιμες υπηρεσίες και προϊόντα, θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε τέτοιο βαθμό και να αξιοποιούνται από την κοινωνία με τέτοιο ρυθμό και ένταση, ώστε να μην απειλούνται τα όρια της φέρουσας ικανότητας των δασικών οικοσυστημάτων που τις παράγουν.

      3.3.2 Υπό την έννοια της οικολογικής βιομηχανίας (eco-industry) και με σκοπό την ανάπτυξη της βιο-οικονομίας στις δασικές περιοχές, οι νέες δασοκομικές τεχνολογίες για τη μεταποίηση της βιομάζας και οι επενδύσεις σε πράσινες υποδομές (δρόμοι, κτήρια, γέφυρες, υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υποδομές αναψυχής, κήρυξη προστατευόμενων περιοχών-Εθνικών πάρκων με ζώνες προστασίας και διαχείρισης) θα πρέπει να πραγματοποιούνται με οικολογικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς όρους.

      3.4 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΑΠΟ ΔΑΣΟΚΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ

      3.4.1 Αναγέννηση

      3.4.1.1 Λόγω κυρίως των μεταβολών του κλίματος, θα πρέπει ή σημερινή βλάστηση των δασικών οικοσυστημάτων να προωθηθεί και να εξελιχθεί σε μια τέτοια φυσική μορφή, η οποία θα μπορεί να αντεπεξέρχεται στις μελλοντικές τάσεις της μεταβολής του κλίματος και του σταθμού γενικότερα. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικές, αυτόχθονες, διαφορετικές προελεύσεις, θα πρέπει να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις οποιεσδήποτε μεταβολές του κλίματος (βαθμός φαινοτυπικής πλαστικότητας). Επίσης, θα πρέπει να είναι οικολογικά προσανατολισμένες, ανάλογα με τις απαιτήσεις των διαφόρων συνθηκών του εκάστοτε σταθμού και να μπορούν να προσαρμόζονται σε αυτές.

      3.4.1.2 Η τεχνητή αναγέννηση γίνεται αποδεκτή μόνο σε περιοχές και περιπτώσεις, όπου λόγω της υποβάθμισης του σταθμού, είναι αδύνατο να αναγεννηθεί φυσικά, ξανά το δάσος, εκεί δηλαδή όπου λείπουν μητρικά δένδρα ή σε ακραίες περιπτώσεις, όπου πρέπει να λάβει χώρα μια ταχύτατη επέμβαση διάσωσης π.χ. για την αντιμετώπιση της διάβρωσης του εδάφους ή άλλων πλημμυρικών φαινομένων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανανέωση της κατεστραμένης περιοχής με τεχνητό τρόπο, θα βοηθήσει τις γυμνές επιφάνειες να εισέλθουν ταχύτερα στα διαφορετικά στάδια διαδοχής, ενώ θα πρέπει να προτείνονται ρεαλιστικές προσεγγίσεις.

      3.4.1.3 Η φυσική αναγέννηση των δασών εξακολουθεί να είναι πρωτεύουσας σημασίας. Όπου ενδείκνυται όμως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται η φύτευση ή η σπορά για σκοπούς συμπλήρωσης της φυσικής αναγέννησης, με την προυπόθεση ότι θα αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.

      3.4.2 Καλλιεργητικές επεμβάσεις

      3.4.2.1 Στο στάδιο της νεοφυτείας και της πυκνοφυτείας, για την ευνόηση τόσο των οικολογικά σημαντικών δασοπονικών ειδών, μικρότερης όμως αξίας, σε επιθυμητή μείξη και σε κατά το δυνατόν άριστη ποιοτική σύνθεση, όσο και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, συνιστάται η καθυστέρηση της ολοκληρωτικής απομάκρυνσης του πλεονάσματος τους και κυρίως των μαλακόξυλων ειδών, σε πρώϊμο στάδιο. Σημαντικό είναι να παραμερισθούν ή να εξαφανισθούν, όλοι οι φορείς κινδύνων για τη νεαρή συστάδα, καθώς και τα όμοια αλλά ανεπιθύμητα μέλη της (αρνητική επιλογή). Τα υπόλοιπα, απλά να καθίστανται ακίνδυνα.

      Προσοχή πρέπει να δίνεται, ιδιαίτερα κατά την αποκάλυψη νεοφυτειών από ευπαθή είδη (ελάτη, οξυά), ώστε να μετριάζεται ο κίνδυνος των ζημιών στα φυτά. Γι΄ αυτό προτείνεται να διατηρείται μια αραιή υποβλάστηση, η αποκάλυψη των νεοφυτειών στα ευπαθή είδη να γίνεται βαθμιαία (κατά άτομο ή συνδεδρίες) και οι φωτοδότιδες υλοτομίες δεν θα πρέπει να διενεργούνται το καλοκαίρι.

      3.4.2.2 Στο στάδιο των κορμιδίων κατά τις εξευγενιστικές αραιώσεις, συστήνεται να παραμένουν όσο το δυνατόν περισότερο στη συστάδα άτομα που φαινομενικά, σε σύγκριση με τα γειτονικά τους, είναι κατώτερης αξίας ή δευτερεύοντα ώστε: α) ν΄ αποφεύγεται το φαινόμενο της μη υποστήριξης των επίλεκτων ατόμων του μέλλοντος (δένδρα που επιθυμούμε από πρώιμο στάδιο να ευνοήσουμε και να διατηρήσουμε μέχρι την τελική υλοτομία των συστάδων) από τα δευτερεύοντα στη συστάδα, β) να ελαχιστοποιούνται οι ζημιές στο έδαφος, γ) να διατηρείται η βιοποικιλότητα και το ενδοδασογενές περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο, μειώνεται το φαινόμενο της τυχαίας ευνόησης των καλύτερων δέντρων στη συστάδα, λόγω των ισχυρών επεμβάσεων (προσήμανσης) στα φαινομενικά κατώτερης αξίας άτομα.

      3.4.2.3 Στο στάδιο των κορμών επιλέγονται τα κατάλληλα εκείνα δασοκομικά μέτρα (υπερ-αραιώσεις) για την καλλιέργεια των επίλεκτων ατόμων του μέλλοντος, που είχαν ξεχωρίσει μέσω των εξευγενιστικών αραιώσεων. Απαραίτητη προυπόθεση για τη διενέργεια των υπεραραιώσεων, είναι η ύπαρξη ή η έγκαιρη δημιουργία ενός προστατευτικού υπορόφου (δευτερεύουσας συστάδας), η οποία θα προστατεύει τους κορμούς των επίλεκτων ατόμων και το έδαφος. Το νεκρό ξύλο, όταν δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος να ελοχεύει, αφήνεται μέσα στη συστάδα.

      3.4.2.4 Στα καλλιεργητικά μέτρα προστίθενται και οι υλοτομίες αναγωγής, οι οποίες διατηρούν μεν το χαρακτήρα των αραιώσεων, στοχεύουν δε στη μετατροπή της διαχειριστικής μορφής, την μετατροπή π.χ. των πρεμνοφυών συστάδων σε σπερμοφυείς.

      3.4.2.5 Ειδικό δασοκομικό χειρισμό αποτελούν οι δασοκομικές εκείνες καλλιεργητικές επεμβάσεις, οι οποίες εφαρμόζονται κατά κόρον σε κηπευτές συστάδες (επιφάνειες δάσους όπου απαντώνται σε μικρή έκταση όλες οι κλάσεις διαμέτρου και όλες οι ηλικίες) και ονομάζονται κηπεύσεις. Αυτές έχουν ταυτόχρονα το χαρακτήρα της αναγέννησης, της καλλιέργειας και της κάρπωσης, τοπικά και χρονικά. Γι΄ αυτό και οι καλλιεργητικές επεμβάσεις, δεν περιορίζονται μόνο στα επίλεκτα δένδρα (μέγιστη διάμετρο) του ανωρόφου αλλά επεκτείνεται και στο σύνολο των κλάσεων διαμέτρου των άλλων ορόφων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ομαλή τροφοδότηση των ανώτερων κλάσεων διαμέτρου με δένδρα επιθυμητών χαρακτηριστικών. Η τήρηση της καλλιεργητικής αρχής (επιλογή και ανατροφή), η διατήρηση και βελτίωση της κηπευτής δομής, η αρχή της διαρκούς αναγέννησης και η κάρπωση (σε όλους τους ορόφους), είναι απόψεις που πρέπει να βρίσκουν έκφραση, σε κάθε καλλιεργητική επέμβαση στις κηπευτές συστάδες.

      3.4.3 Μέθοδοι κάρπωσης – Χειρισμοί αναγέννησης: Προπαρασκευαστικές υλοτομίες, Υλοτομίες σποράς, Φωτοδότιδες υλοτομίες, Τελικές υλοτομίες, Συνδιασμένες υποκηπευτές υλοτομίες

      3.4.3.1 Σκοπός των δασοκομικών επεμβάσεων είναι η διατήρηση οικολογικά υγιών δασών, η δημιουργία στο μέτρο του εφικτού, των καλύτερων συνθηκών για την πραγματοποίηση της μέγιστης δυνατής σε ποιότητα και ποσότητα αειφορικής παραγωγής δασικών προϊόντων σε αξία και κοινωφελείς επιδράσεις. Όλα τα δασοκομικά μέτρα, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις φυσικές συνθήκες του εκάστοτε σταθμού και να προάγουν, τη διατήρηση ή και τη βελτίωση του παραγωγικού του δυναμικού.

      3.4.3.2 Οι χειρισμοί αναγέννησης ή ανανέωσης των συστάδων ενός δάσους στοχεύουν στη συνεχή φυσική διατήρηση και εξέλιξη μέσω επιλεκτικής και ορθολογικής «ρευστοποίηση» του υπάρχοντος ξυλαποθέματος. Τα κριτήρια ωριμότητας για την ένταξη μιας συστάδας ή ενός συνόλου συστάδων στις υπό αναγέννηση συστάδες, απορρέουν από τα κριτήρια προσδιορισμού του περίτροπου χρόνου.
      3.4.3.2 Δεν συνιστάται η μεγάλης κλίμακας απομάκρυνση υπερώριμων ή γηραιών δέντρων χωρίς την παρουσία αναγέννησης στην επιφάνεια της συστάδας. Με την παρουσία της αναγέννησης προτείνεται, είτε η σποραδική απομάκρυνσή τους, είτε σε ομάδες ακόμα και λόχμες.

      3.4.3.3 Δεν συνιστάται η μεγάλης κλίμακας απομάκρυνση υπερώριμων ή γηραιών δέντρων χωρίς την παρουσία αναγέννησης στην επιφάνεια της συστάδας. Με την εμφάνιση αναγεννητικών κέντρων ή θυλάκων προτείνεται η σταδιακή και βαθμιαία διεύρυνση αυτών, με ταυτόχρονη επιλεκτική απομάκρυνσή των μητρικών δένδρων χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα καταστροφής των νεοφύτων ή έκθεσης των εδαφών στον κίνδυνο διάβρωσης.
      3.5 ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΟΔΩΝ

      3.5.1 Δασικές οδοί θεωρούνται οι οδοί, που διανοίγονται εντός ή στις παρυφές δασών και στις δασικές εκτάσεις και εξυπηρετούν την προστασία και την εκμετάλλευση των δασών και των δασικών εκτάσεων, ή την πρόσβαση προς υφιστάμενες τεχνικές εγκαταστάσεις ή αισθητικά τοπία, ή την εκτέλεση και συντήρηση δασικών έργων ή στις μεταφορές δασικών προϊόντων και οι οποίες δεν συμπίπτουν με το Εθνικό, Επαρχιακό ή Κοινοτικό οδικό δίκτυο της χώρας.

      3.5.2 Για τη μελέτη, κατασκευή, διάνοιξη δασικών οδών, προβλέπεται ρητά η πειβαλλοντική αδειοδότηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4014/2011, όπως κάθε φορά ισχύουν, σε συνάρτηση με τις σχετικές αποφάσεις και εγκυκλίους του ΥΠΕΝ. Η διάνοιξη δασικών οδών δια μέσου δασών και δασικών εκτάσεων, δεν είναι επιτρεπτή σε περιπτώσεις που δεν προβλέπεται ρητώς από το Νόμο (Γν. ΣΤΕ 3456/2002).

      3.5.3 Κατά το σχεδιασμό της διάνοιξης ενός δασικού δικτύου μεταφορικών εγκαταστάσεων (δασικοί δρόμοι, τρακτερόδρομοι, πάροδοι μετατόπισης κ.ά.), με το μικρότερο δυνατό κατακερματισμό του δάσους, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να μην επιβαρύνεται το ένδο- και εξωδασογενές περιβάλλον του, να μην προξενούνται αλλοιώσεις στο τοπίο και να μην απειλείται η βιοποικιλότητα. Οι Δασικές υπηρεσίες θα πρέπει να εφαρμόζουν τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί μελέτης και εκτέλεσης δασοτεχνικών έργων, καθώς και τις τεχνικές προδιαγραφές εκπόνησης μελετών δασικών μεταφορικών εγκαταστάσεων.

      3.5.4 Απαραίτητη κρίνεται η βελτίωση και η συντήρηση του υφιστάμενου οδικού δασικού δικτύου μέσω αρμοδίως εγκεκριμένης και θεωρημένης μελέτης (συντήρησης ή/και βελτίωσης), με τεχνικά έργα και οδοστρωσία του καταστρώματος, για την απρόσκοπτη κυκλοφορία των μεγάλων αυτοκινήτων, που μεταφέρουν δασικά προϊόντα.
      Οι εν λόγω εργασίες εκτελούνται όπου απαιτείται και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα απαραίτητα μέτρα προς αποφυγή των αρνητικών επιπτώσεων στο δάσος (επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, αλλοίωση της μορφολογίας του εδάφους και του τοπίου, διατάραξη της επιφανειακής ροής των υδάτων κλπ.). Ως κατάλληλος χρόνος συντήρησης ή βελτίωσης έργων δασικής οδοποιίας, θεωρείται η περίοδος από τις αρχές Απριλίου έως τα μέσα Οκτωβρίου. Οι εν λόγω εργασίες δεν πρέπει να εκτελούνται κατά τους χειμερινούς μήνες λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, με άμεση επίδραση στη δομή, στη μηχανική σύσταση και αντοχή των υπό συντήρηση υποδομών.

Επισκόπηση 0 απαντητικών νημάτων
  • Η συζήτηση ‘ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΙ (6) ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ’ δεν δέχεται νέα θέματα και απαντήσεις.